alaŭdo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alaŭdo | alaŭdoj |
αιτιατική | alaŭdon | alaŭdojn |
alaŭdo (eo)
- (πτηνό) ο κορυδαλλός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alaŭdo | alaŭdoj |
αιτιατική | alaŭdon | alaŭdojn |
alaŭdo (eo)