akvokalko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- akvokalko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvokalko | akvokalkoj |
αιτιατική | akvokalkon | akvokalkojn |
akvokalko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvokalko | akvokalkoj |
αιτιατική | akvokalkon | akvokalkojn |
akvokalko (eo)