akvofeino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ak.vo.feˈi.no/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvofeino | akvofeinoj |
αιτιατική | akvofeinon | akvofeinojn |
akvofeino (eo)
- η νεράιδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvofeino | akvofeinoj |
αιτιατική | akvofeinon | akvofeinojn |
akvofeino (eo)