feino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | feino | feinoj |
αιτιατική | feinon | feinojn |
feino (eo)
- η νεράιδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | feino | feinoj |
αιτιατική | feinon | feinojn |
feino (eo)