akureco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- akureco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akureco | akurecoj |
αιτιατική | akurecon | akurecojn |
akureco (eo)
- η ακρίβεια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akureco | akurecoj |
αιτιατική | akurecon | akurecojn |
akureco (eo)