akurateco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akurateco | akuratecoj |
αιτιατική | akuratecon | akuratecojn |
akurateco (eo)
- η ακρίβεια (της σκέψης, κλπ.)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akurateco | akuratecoj |
αιτιατική | akuratecon | akuratecojn |
akurateco (eo)