akumulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- akumulo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akumulo | akumuloj |
αιτιατική | akumulon | akumulojn |
akumulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akumulo | akumuloj |
αιτιατική | akumulon | akumulojn |
akumulo (eo)