akuŝkuracisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝkuracisto | akuŝkuracistoj |
αιτιατική | akuŝkuraciston | akuŝkuracistojn |
akuŝkuracisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝkuracisto | akuŝkuracistoj |
αιτιατική | akuŝkuraciston | akuŝkuracistojn |
akuŝkuracisto (eo)