akuŝistino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝistino | akuŝistinoj |
αιτιατική | akuŝistinon | akuŝistinojn |
akuŝistino (eo)
- η μαμή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝistino | akuŝistinoj |
αιτιατική | akuŝistinon | akuŝistinojn |
akuŝistino (eo)