akuŝado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝado | akuŝadoj |
αιτιατική | akuŝadon | akuŝadojn |
akuŝado (eo)
- η γέννα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝado | akuŝadoj |
αιτιατική | akuŝadon | akuŝadojn |
akuŝado (eo)