aktivulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktivulo | aktivuloj |
αιτιατική | aktivulon | aktivulojn |
aktivulo (eo)
- δραστήριο μέλος, ακτιβιστής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktivulo | aktivuloj |
αιτιατική | aktivulon | aktivulojn |
aktivulo (eo)