Ετυμολογία

επεξεργασία
aktiva < aktiv + -a

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική aktiva aktivaj
αιτιατική aktivan aktivajn

aktiva (eo)

  • ενεργός, δραστήριος
    ⮡  li estas aktiva elemento de la esperantistaro, είναι ενεργό/δραστήριο μέλος του κόσμου της εσπεράντο