aktinometrio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktinometrio | aktinometrioj |
αιτιατική | aktinometrion | aktinometriojn |
aktinometrio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktinometrio | aktinometrioj |
αιτιατική | aktinometrion | aktinometriojn |
aktinometrio (eo)