akselo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akselo | akseloj |
αιτιατική | akselon | akselojn |
akselo (eo)
- η μασχάλη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akselo | akseloj |
αιτιατική | akselon | akselojn |
akselo (eo)