akropolo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akropolo | akropoloj |
αιτιατική | akropolon | akropolojn |
akropolo (eo)
- η ακρόπολη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akropolo | akropoloj |
αιτιατική | akropolon | akropolojn |
akropolo (eo)