akromegalio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akromegalio | akromegalioj |
αιτιατική | akromegalion | akromegaliojn |
akromegalio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akromegalio | akromegalioj |
αιτιατική | akromegalion | akromegaliojn |
akromegalio (eo)