akreditaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akreditaĵo | akreditaĵoj |
αιτιατική | akreditaĵon | akreditaĵojn |
akreditaĵo (eo)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- akreditajho στο H-sistemo
- akreditajxo στο X-sistemo