akno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akno | aknoj |
αιτιατική | aknon | aknojn |
akno (eo)
- η ακμή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akno | aknoj |
αιτιατική | aknon | aknojn |
akno (eo)