akcizo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcizo | akcizoj |
αιτιατική | akcizon | akcizojn |
akcizo (eo)
- ο δασμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcizo | akcizoj |
αιτιατική | akcizon | akcizojn |
akcizo (eo)