akcipitro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcipitro | akcipitroj |
αιτιατική | akcipitron | akcipitrojn |
akcipitro (eo)
- το γεράκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcipitro | akcipitroj |
αιτιατική | akcipitron | akcipitrojn |
akcipitro (eo)