akceptistino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akceptistino | akceptistinoj |
αιτιατική | akceptistinon | akceptistinojn |
akceptistino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akceptistino | akceptistinoj |
αιτιατική | akceptistinon | akceptistinojn |
akceptistino (eo)