akcelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcelo | akceloj |
αιτιατική | akcelon | akcelojn |
akcelo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcelo | akceloj |
αιτιατική | akcelon | akcelojn |
akcelo (eo)