Ετυμολογία

επεξεργασία
airway < air + way (μαρτυρείται από το 1800)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
airway airways

airway (en)

  1. (ανατομία) η τραχεία
  2. (αεροπορικός όρος) ο αεροδιάδρομος

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. airway, στο λεξικό Merriam-Webster