airprox
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
airprox | airproxes |
Ετυμολογία
επεξεργασία- airprox < συμφυρμός των aircraft + proximity
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɛə(ɹ)pɹɒks/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαairprox (en)
- (αεροπορικός όρος) εγγύτητα αεροσκαφών: κατάσταση στην οποία δύο αεροσκάφη βρίσκονται σε αρκετά κοντινή απόσταση ώστε η ασφάλεια τους βρίσκεται σε κίνδυνο
Πηγές
επεξεργασία- ΟΜΕΟΔΕΚ (2015). Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ). Αθήνα: Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.
- ICAO, Official definition, PANS-ATM Procedures for Air Navigation Services — Air Traffic Management [Doc 4444] 2001, 14η εκδ. (Amdt 3, 29/06/2004)