agrafo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agrafo | agrafoj |
αιτιατική | agrafon | agrafojn |
agrafo (eo)
- η πόρπη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agrafo | agrafoj |
αιτιατική | agrafon | agrafojn |
agrafo (eo)