agordo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agordo | agordoj |
αιτιατική | agordon | agordojn |
agordo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agordo | agordoj |
αιτιατική | agordon | agordojn |
agordo (eo)