agnosko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agnosko | agnoskoj |
αιτιατική | agnoskon | agnoskojn |
agnosko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agnosko | agnoskoj |
αιτιατική | agnoskon | agnoskojn |
agnosko (eo)