aglido
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aglido | aglidoj |
αιτιατική | aglidon | aglidojn |
aglido (eo)
- το αετόπουλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aglido | aglidoj |
αιτιατική | aglidon | aglidojn |
aglido (eo)