agento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agento | agentoj |
αιτιατική | agenton | agentojn |
agento (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agento | agentoj |
αιτιατική | agenton | agentojn |
agento (eo)