agenouilloir
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- agenouilloir < s'agenouiller
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ʒ(ə)nu.jwaʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
agenouilloir | agenouilloirs |
agenouilloir (fr) αρσενικό
- μικρός πάγκος, σε μια εκκλησία, όπου μπορεί κάποιος να προσευχηθεί γονατιστός