afusto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afusto | afustoj |
αιτιατική | afuston | afustojn |
afusto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afusto | afustoj |
αιτιατική | afuston | afustojn |
afusto (eo)