Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιλλίβαντας < αρχαία ελληνική κιλλίβας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciˈli.va.ndas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιλλίβαντας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία