afikso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- afikso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afikso | afiksoj |
αιτιατική | afikson | afiksojn |
afikso (eo)
- το πρόσφυμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afikso | afiksoj |
αιτιατική | afikson | afiksojn |
afikso (eo)