afekcio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afekcio | afekcioj |
αιτιατική | afekcion | afekciojn |
afekcio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afekcio | afekcioj |
αιτιατική | afekcion | afekciojn |
afekcio (eo)