afazio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afazio | afazioj |
αιτιατική | afazion | afaziojn |
afazio (eo)
- η αφασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afazio | afazioj |
αιτιατική | afazion | afaziojn |
afazio (eo)