afableco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afableco | afablecoj |
αιτιατική | afablecon | afablecojn |
afableco (eo)
- η ευγένεια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afableco | afablecoj |
αιτιατική | afablecon | afablecojn |
afableco (eo)