aervojo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aervojo | aervojoj |
αιτιατική | aervojon | aervojojn |
aervojo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aervojo | aervojoj |
αιτιατική | aervojon | aervojojn |
aervojo (eo)