aerumado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerumado | aerumadoj |
αιτιατική | aerumadon | aerumadojn |
aerumado (eo)
- ο αερισμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerumado | aerumadoj |
αιτιατική | aerumadon | aerumadojn |
aerumado (eo)