aerstevardino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- aerstevardino < aer- + stevardino
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerstevardino | aerstevardinoj |
αιτιατική | aerstevardinon | aerstevardinojn |
aerstevardino (eo)