aerobatiko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerobatiko | aerobatikoj |
αιτιατική | aerobatikon | aerobatikojn |
aerobatiko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerobatiko | aerobatikoj |
αιτιατική | aerobatikon | aerobatikojn |
aerobatiko (eo)