adzo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adzo | adzoj |
αιτιατική | adzon | adzojn |
adzo (eo)
- το σκεπάρνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adzo | adzoj |
αιτιατική | adzon | adzojn |
adzo (eo)