adrenalino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- adrenalino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adrenalino | adrenalinoj |
αιτιατική | adrenalinon | adrenalinojn |
adrenalino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adrenalino | adrenalinoj |
αιτιατική | adrenalinon | adrenalinojn |
adrenalino (eo)