ενικός         πληθυντικός  
adoucissement adoucissements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

adoucissement (fr) αρσενικό

  1. η μείωση της έντασης μιας δυσάρεστης κατάστασης ώστε να γίνει πιο υποφερτή
  2. η ανακούφιση, η καταπράυνση
  3. το μαλάκωμα (του νερού)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη adoucir