adoucissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
adoucissement | adoucissements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαadoucissement (fr) αρσενικό
- η μείωση της έντασης μιας δυσάρεστης κατάστασης ώστε να γίνει πιο υποφερτή
- η ανακούφιση, η καταπράυνση
- το μαλάκωμα (του νερού)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη adoucir