Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
adoucissage adoucissages

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

adoucissage (fr) αρσενικό

  1. η επεξεργασία ενός υφάσματος που σκοπεύει να « ανοίξει » τα χρώματά του
  2. η λείανση μιας επιφάνειας ώστε να φαίνεται πιο ομοιογενής

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη adoucir