adorkliniĝo
(Ανακατεύθυνση από adorklinigho)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adorkliniĝo | adorkliniĝoj |
αιτιατική | adorkliniĝon | adorkliniĝojn |
adorkliniĝo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- adorklinigho στο H-sistemo
- adorklinigxo στο X-sistemo