adorantino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adorantino | adorantinoj |
αιτιατική | adorantinon | adorantinojn |
adorantino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adorantino | adorantinoj |
αιτιατική | adorantinon | adorantinojn |
adorantino (eo)