Ετυμολογία

επεξεργασία
ador- < γαλλική adorer, λατινική και ιταλική adorare, αγγλική adore

ador- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: λατρεία

Παράγωγα

επεξεργασία