Ουσιαστικό

επεξεργασία

adolescence (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
adolescence < λατινική adolescentia < adolescens

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.do.lɛ.sɑ̃s/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
adolescence adolescences

adolescence (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία