puberty
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η εφηβεία
- ⮡ He reached puberty.
- Έφτασε στην εφηβεία.
- ≈ συνώνυμα: adolescence
- ⮡ He reached puberty.
Πηγές
επεξεργασία- puberty - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 348. ISBN 9780194325684., λήμμα: εφηβεία