admitanco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | admitanco | admitancoj |
αιτιατική | admitancon | admitancojn |
admitanco (eo)
- (φυσική) η αγωγιμότητα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | admitanco | admitancoj |
αιτιατική | admitancon | admitancojn |
admitanco (eo)